- μηκύνηται
- будет тянуться
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μηκύνηται — μηκύ̱νηται , μηκύνω lengthen aor subj mid 3rd sg μηκύ̱νηται , μηκύνω lengthen pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)